Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μουμιοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μουμιοποιημέν
ος
η
μουμιοποιημέν
η
το
μουμιοποιημέν
ο
γενική
του
μουμιοποιημέν
ου
της
μουμιοποιημέν
ης
του
μουμιοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
μουμιοποιημέν
ο
τη
μουμιοποιημέν
η
το
μουμιοποιημέν
ο
κλητική
μουμιοποιημέν
ε
μουμιοποιημέν
η
μουμιοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μουμιοποιημέν
οι
οι
μουμιοποιημέν
ες
τα
μουμιοποιημέν
α
γενική
των
μουμιοποιημέν
ων
των
μουμιοποιημέν
ων
των
μουμιοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
μουμιοποιημέν
ους
τις
μουμιοποιημέν
ες
τα
μουμιοποιημέν
α
κλητική
μουμιοποιημέν
οι
μουμιοποιημέν
ες
μουμιοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
μουμιοποιημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
μουμιοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μουμιοποιημένος