μοστραρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μοστραρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μοστράρω
Μετοχή
επεξεργασίαμοστραρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μοστράρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μοστραρισμένος
|
μοστραρισμένος, -η, -ο
|