μορφογένεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μορφογένεση | οι | μορφογενέσεις |
γενική | της | μορφογένεσης* | των | μορφογενέσεων |
αιτιατική | τη | μορφογένεση | τις | μορφογενέσεις |
κλητική | μορφογένεση | μορφογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μορφογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μορφογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική morphogenesis[1] < αρχαία ελληνική μορφή + γένεσις
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /moɾ.foˈʝe.ne.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μορ‐φο‐γέ‐νε‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
μορφογένεση θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μορφογένεση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)