μορφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μορφικός | η | μορφική | το | μορφικό |
γενική | του | μορφικού | της | μορφικής | του | μορφικού |
αιτιατική | τον | μορφικό | τη | μορφική | το | μορφικό |
κλητική | μορφικέ | μορφική | μορφικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μορφικοί | οι | μορφικές | τα | μορφικά |
γενική | των | μορφικών | των | μορφικών | των | μορφικών |
αιτιατική | τους | μορφικούς | τις | μορφικές | τα | μορφικά |
κλητική | μορφικοί | μορφικές | μορφικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μορφικός < μορφ(ή) + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική formel[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /moɾ.fiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μορ‐φι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
μορφικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην μορφή, στην εμφάνιση, αντί για το περιεχόμενο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μορφικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας