Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μορταδέλα οι μορταδέλες
      γενική της μορταδέλας των μορταδέλων
    αιτιατική τη μορταδέλα τις μορταδέλες
     κλητική μορταδέλα μορταδέλες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μορταδέλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική mortadella < λατινική murtatum / myrtatum < myrtus < αρχαία ελληνική μύρτον [1] (αντιδάνειο)
 
Μία φέτα μορταδέλα.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /moɾ.taˈðe.la/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μορταδέλα θηλυκό

Ταυτόσημο επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία