Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μονόξυλο τα μονόξυλα
      γενική του μονόξυλου των μονόξυλων
    αιτιατική το μονόξυλο τα μονόξυλα
     κλητική μονόξυλο μονόξυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονόξυλο < αρχαία ελληνική μονόξυλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /moˈno.ksi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐νό‐ξυ‐λο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Σλαβικό μονόξυλο του 10ου αι.

μονόξυλο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία