Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μονόκιαλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μονόκιαλ
ο
τα
μονόκιαλ
α
γενική
του
μονόκιαλ
ου
των
μονόκιαλ
ων
αιτιατική
το
μονόκιαλ
ο
τα
μονόκιαλ
α
κλητική
μονόκιαλ
ο
μονόκιαλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μονόκιαλο
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μονόκιαλο
ουδέτερο
κιάλι
για έναν οφθαλμό
Συνώνυμα
επεξεργασία
μονόκυαλο
μονοκιάλι
(ή
μονοκυάλι
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μονόκιαλο