Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κιάλι τα κιάλια
      γενική του κιαλιού των κιαλιών
    αιτιατική το κιάλι τα κιάλια
     κλητική κιάλι κιάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιάλι < μεσαιωνική ελληνική ὀκκιάλι < ιταλική occhiali (παλαιότερη ονομασία) < occhiale < occhio ‎(“μάτι, οφθαλμός”) +‎ -ale

(το κυάλι ψευδετυμολογείται απ' το αρχαία ελληνική ὕαλος ή ὕελος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιάλι ουδέτερο και κυάλι

  • φορητό όργανο που αποτελείται από μακρόστενο κυλινδρικό σωλήνα, σταθερού ή μεταβαλλόμενου μήκους, και περιέχει σύστημα φακών το οποίο χρησιμεύει για μεγέθυνση ευνοώντας την παρατήρηση μακρινών αντικειμένων

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία