μοντάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μοντάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική montare < δημώδης λατινική *mōntāre, απαρέμφατο ενεστώτα τού *mōntō < λατινική mons (βουνό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mon- (βουνό)
Ρήμα επεξεργασία
μοντάρω (παθητική φωνή: μοντάρομαι)
- συναρμολογώ τα επιμέρους τμήματα ή εξαρτήματα μιας συσκευής ή μηχανήματος, ώστε να λειτουργήσει σωστά
- κάνω το μοντάζ μιας ταινίας
- (μεταφορικά) οργανώνω μια ομάδα ή βάζω στη σωστή σειρά τα επιμέρους στοιχεία μιας διαδικασίας ή προσπάθειας, ώστε να προκύψει το επιθυμητό καλό αποτέλεσμα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μοντάρω
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μοντάρω < ιταλική montare < δημώδης λατινική *mōntāre, απαρέμφατο ενεστώτα τού *mōntō < λατινική mons (βουνό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mon- (βουνό)
Ρήμα επεξεργασία
μοντάρω
- επιτίθεμαι
- φθάνω αθροιστικά μέχρι κάποιο ποσό, ανέρχομαι