Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μοντάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική montare < δημώδης λατινική *mōntāre, απαρέμφατο ενεστώτα τού *mōntō < λατινική mons (βουνό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mon- (βουνό)

  Ρήμα επεξεργασία

μοντάρω (παθητική φωνή: μοντάρομαι)

  1. συναρμολογώ τα επιμέρους τμήματα ή εξαρτήματα μιας συσκευής ή μηχανήματος, ώστε να λειτουργήσει σωστά
  2. κάνω το μοντάζ μιας ταινίας
  3. (μεταφορικά) οργανώνω μια ομάδα ή βάζω στη σωστή σειρά τα επιμέρους στοιχεία μιας διαδικασίας ή προσπάθειας, ώστε να προκύψει το επιθυμητό καλό αποτέλεσμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μοντάρω < ιταλική montare < δημώδης λατινική *mōntāre, απαρέμφατο ενεστώτα τού *mōntō < λατινική mons (βουνό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mon- (βουνό)

  Ρήμα επεξεργασία

μοντάρω

  1. επιτίθεμαι
  2. φθάνω αθροιστικά μέχρι κάποιο ποσό, ανέρχομαι

Άλλες μορφές επεξεργασία