Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονταζιέρα οι μονταζιέρες
      γενική της μονταζιέρας των μονταζιέρων
    αιτιατική τη μονταζιέρα τις μονταζιέρες
     κλητική μονταζιέρα μονταζιέρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονταζιέρα < μοντάζ + -ιέρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονταζιέρα θηλυκό

  1. συσκευή ή πρόγραμμα υπολογιστή με τα οποία γίνεται το μοντάζ εικόνας ή ήχου
  2. (τυπογραφία) επιφάνεια πάνω στην οποία επεξεργαζόμαστε το προς εκτύπωση υλικό
  3. (νεολογισμός) (μεταφορικά) προπαγανδιστικός (κομματικός ή άλλος) μηχανισμός που εσκεμμένα παραπληροφορεί μεταδίδοντας χαλκευμένες ειδήσεις
     συνώνυμα: χαλκείο, (φερέφωνο)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία