Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μονοπλάνο τα μονοπλάνα
      γενική του μονοπλάνου των μονοπλάνων
    αιτιατική το μονοπλάνο τα μονοπλάνα
     κλητική μονοπλάνο μονοπλάνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μονοπλάνο Supermarine Spitfire

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοπλάνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monoplan[1] < αρχαία ελληνική μόνος + πλέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονοπλάνο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία