μονοπλάνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονοπλάνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monoplan[1] < αρχαία ελληνική μόνος + πλέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονοπλάνο ουδέτερο
- (αεροπορικός όρος) αεροπλάνο που έχει μόνο ένα ζεύγος πτερύγων
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μονοπλάνο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονοπλάνο
- ↑ μονοπλάνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας