Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονομερές < μόνος + μέρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονομερές ουδέτερο

  • μόριο που μπορεί να συνδεθεί χημικά με άλλα μόρια ώστε να σχηματίσει ένα πολυμερές

  Μεταφράσεις επεξεργασία