μονοκόκαλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mo.noˈko.ka.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐κό‐κα‐λος
Επίθετο επεξεργασία
μονοκόκαλος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που έχει ένα κόκαλο [1]
- (συνεκδοχικά) άκαμπτος, δύσκαμπτος [2]
- (μεταφορικά) που δεν αλλάζει γνώμη [1]
- ≈ συνώνυμα: ισχυρογνώμων & στις μεταφορικές σημασίες τους: δύσκαμπτος, αλύγιστος
Άλλες γραφές επεξεργασία
- μονοκόκκαλος (μη απλοποιημένη γραφή)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονοκόκαλος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 «μονοκόκκαλος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πηγές επεξεργασία
- «μονοκόκκαλος» – ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- μονοκόκαλος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)