μονοκρυσταλλικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονοκρυσταλλικός < μονο- + κρυσταλλικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mo.no.kɾi.sta.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐κρυ‐σταλ‐λι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
μονοκρυσταλλικός, -ή, -ό
- αυτός του οποίου τα δομικά στοιχεία έχουν θέσεις ενός συγκεκριμένου κρυσταλλικού πλέγματος
- Το μονοκρυσταλλικό πυρίτιο προτιμάται στην κατασκευή των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων, γιατί έχει γνωστή δομή.
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονοκρυσταλλικός
|