μονογραμμικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μονογραμμικός, -ή, -ό
- που αφορά τη γενεαλογική γραμμή από τη μεριά ενός εκ των δύο γονέων
Υπώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονογραμμικός
|