μονογενής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μονογενής | η | μονογενής | το | μονογενές |
γενική | του | μονογενούς* | της | μονογενούς | του | μονογενούς |
αιτιατική | τον | μονογενή | τη | μονογενή | το | μονογενές |
κλητική | μονογενή(ς) | μονογενής | μονογενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μονογενείς | οι | μονογενείς | τα | μονογενή |
γενική | των | μονογενών | των | μονογενών | των | μονογενών |
αιτιατική | τους | μονογενείς | τις | μονογενείς | τα | μονογενή |
κλητική | μονογενείς | μονογενείς | μονογενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονογενής < ελληνιστική κοινή μονογενής (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική μονογενής < μόνος + γίγνομαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mo.no.ʝeˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐γε‐νής
Επίθετο επεξεργασία
μονογενής
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονογενής
|
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μονογενής | η | μονογενής | το | μονογενές |
γενική | του | μονογενούς* | της | μονογενούς | του | μονογενούς |
αιτιατική | τον | μονογενή | τη | μονογενή | το | μονογενές |
κλητική | μονογενή(ς) | μονογενής | μονογενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μονογενείς | οι | μονογενείς | τα | μονογενή |
γενική | των | μονογενών | των | μονογενών | των | μονογενών |
αιτιατική | τους | μονογενείς | τις | μονογενείς | τα | μονογενή |
κλητική | μονογενείς | μονογενείς | μονογενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mo.no.ʝeˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐γε‐νής
Επίθετο επεξεργασία
μονογενής
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονογενής
|