μονιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μονιστής | οι | μονιστές |
γενική | του | μονιστή | των | μονιστών |
αιτιατική | τον | μονιστή | τους | μονιστές |
κλητική | μονιστή | μονιστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονιστής < μονισμός + -ιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Monismus < αρχαία ελληνική μόνος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονιστής αρσενικό
- (φιλοσοφία) ο υποστηρικτής της θεωρίας του μονισμού