μονάδα στερεάς κατάστασης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονάδα στερεάς κατάστασης → δείτε τις λέξεις μονάδα και στερεάς κατάστασης < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική solid-state drive (SSD)
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
μονάδα στερεάς κατάστασης
- (ηλεκτρονική, υλικό υπολογιστή) solid-state drive: βλ. συνώνυμο οδηγός στερεάς κατάστασης
Συνώνυμα επεξεργασία
- (μεταφρ. Microsoft Windows) μονάδα σταθερής κατάστασης