μονάδα μέτρησης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μονάδα μέτρησης | οι | μονάδες μέτρησης |
γενική | της | μονάδας μέτρησης | των | μονάδων μέτρησης |
αιτιατική | τη | μονάδα μέτρησης | τις | μονάδες μέτρησης |
κλητική | μονάδα μέτρησης | μονάδες μέτρησης | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
μονάδα μέτρησης θηλυκό
- (μονάδες μέτρησης) κάθε σταθερό μέγεθος ή ποσότητα που έχει καθοριστεί συμβατικά για τη μέτρηση αντίστοιχων μεγεθών ή ποσοτήτων
- μονάδα μήκους / βάρους / χωρητικότητας / χρόνου
Δείτε επίσης επεξεργασία
επίσης
- μετρικό σύστημα
- SI Système international (d'unités)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονάδα μέτρησης
Πηγές επεξεργασία
- Εμμανουήλ Αντ. Δρης (Αθήνα 2015), ΠΕΡΙ ΜΟΝΑΔΩΝ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΧΕΤΙΚΑ. Δημοσίευση 2015-11-05. Προσπέλαση 2020-05-27.