Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονάδα μέτρησης οι μονάδες μέτρησης
      γενική της μονάδας μέτρησης των μονάδων μέτρησης
    αιτιατική τη μονάδα μέτρησης τις μονάδες μέτρησης
     κλητική μονάδα μέτρησης μονάδες μέτρησης
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονάδα μέτρησης < → δείτε τις λέξεις μονάδα και μέτρηση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /moˈna.ða ˈme.tɾi.sis/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

μονάδα μέτρησης θηλυκό

  • (μονάδες μέτρησης) κάθε σταθερό μέγεθος ή ποσότητα που έχει καθοριστεί συμβατικά για τη μέτρηση αντίστοιχων μεγεθών ή ποσοτήτων
    μονάδα μήκους / βάρους / χωρητικότητας / χρόνου

Δείτε επίσης επεξεργασία

επίσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία