μοιρολάτρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μοιρολάτρης αρσενικό (θηλυκό: μοιρολάτρισσα)
- αυτός που χαρακτηρίζεται από μοιρολατρία, αυτός που δέχεται άβουλα, χωρίς αντίδραση, κάτι, πιστεύοντας ότι τα πάντα ρυθμίζονται από τη μοίρα
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- μοιρολατρία
- μοιρολατρικά
- μοιρολατρικός
- μοιρολατρικότητα
- μοιρολατρικώς
- μοιρολάτρισσα
- → δείτε τις λέξεις μοίρα και λατρεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ μοιρολάτρης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)