Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μνημόσυνο τα μνημόσυνα
      γενική του μνημοσύνου
μνημόσυνου
των μνημοσύνων
    αιτιατική το μνημόσυνο τα μνημόσυνα
     κλητική μνημόσυνο μνημόσυνα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μνημόσυνο < ελληνιστική κοινή μνημόσυνον (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική μνημόσυνον < μνημοσύνη < μνήμη < μνάομαι / μνῶμαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mni.ˈmo.si.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μνη‐μό‐συ‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μνημόσυνο ουδέτερο

  1. (θρησκεία) εκκλησιαστική ακολουθία ενθύμησης, μνήμης και ανάπαυσης της ψυχής ενός τεθνεώτος
  2. (κατ’ επέκταση) τιμητική εκδήλωση στη μνήμη ενός σπουδαίου προσώπου
  3. (θρησκεία) λειτουργική ευχή, που εκφωνεί ο λειτουργός κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, αναφέροντας το όνομα του επιχωρίου επισκόπου ή του επισκόπου στου οποίου τη δικαιοδοσία υπάγεται.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία