Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μνημεῖον τὰ μνημεῖ
      γενική τοῦ μνημείου τῶν μνημείων
      δοτική τῷ μνημεί τοῖς μνημείοις
    αιτιατική τὸ μνημεῖον τὰ μνημεῖ
     κλητική ! μνημεῖον μνημεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μνημείω
γεν-δοτ τοῖν  μνημείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μνημεῖον < μνῆμ(α) + -εῖον [1] > πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men-, σκέφτομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μνημεῖον, -ου ουδέτερο

  1. ενθύμημα, κάθε ανάμνηση το αναμνηστικό, εκείνο που ανακαλεί στη μνήμη κάτι
  2. αναμνηστικό ενθύμιο
  3. μνημείο, ταφικό μνημείο, τάφος
  4. τεφροδόχος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. μνήμα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία