μισοτελειωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μισοτελειωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μισοτελειώνω / μισο- (<μισός) + τελειωμένος
Μετοχή επεξεργασία
μισοτελειωμένος, -η, -ο
- ημιτελής
- → δείτε τη λέξη μισοτελειώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
μισοτελειωμένος
|