μισιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μισιακός | η | μισιακή | το | μισιακό |
γενική | του | μισιακού | της | μισιακής | του | μισιακού |
αιτιατική | τον | μισιακό | τη | μισιακή | το | μισιακό |
κλητική | μισιακέ | μισιακή | μισιακό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μισιακοί | οι | μισιακές | τα | μισιακά |
γενική | των | μισιακών | των | μισιακών | των | μισιακών |
αιτιατική | τους | μισιακούς | τις | μισιακές | τα | μισιακά |
κλητική | μισιακοί | μισιακές | μισιακά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μισιακός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μισιακός < μισ(ός) + -ιακός [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.sçaˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐σια‐κός
Επίθετο επεξεργασία
μισιακός, -ή, -ό
- (λαϊκότροπο) που ανήκει σε δύο πρόσωπα, μοιρασμένο σε δύο μισά
Άλλες μορφές επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
- μισιακά (επίρρημα)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη μισός
Μεταφράσεις επεξεργασία
μισιακός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μισιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μισιακός, -ή, -όν
- που ανήκει σε δύο, συνεταιρικός, μισιακός
- ↪ χωράφι μισιακόν
- άλλες μορφές: μισακός
Κλιτικοί τύποι επεξεργασία
- μισιακόν (ουδέτερο)
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- μισιακός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].