μισαλλόδοξος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μισαλλόδοξος < μισ(ώ) + αλλόδοξος (< άλλος + δόξα (γνώμη)) κατά το ελληνιστικό μισόξενος [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.saˈlo.ðo.ksos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐σαλ‐λό‐δο‐ξος
Επίθετο επεξεργασία
μισαλλόδοξος, -η, -ο
- που χαρακτηρίζεται από μισαλλοδοξία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μισαλλόδοξος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μισαλλόδοξος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας