Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικτό κέρδος < → δείτε τις λέξεις μικτός και κέρδος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική gross profit

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

μικτό κέρδος

  Μεταφράσεις επεξεργασία