μικρόχαρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικρόχαρος < μικροχαρής + -ος < ελληνιστική κοινή μικροχαρής < αρχαία ελληνική μικρός + χαρά
Επίθετο επεξεργασία
μικρόχαρος
- που ευχαριστιέται με μικροχαρές
- (σπάνιο) μικροπρεπής
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικρόχαρος
|