μικρόπρεπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικρόπρεπος < αρχαία ελληνική μικροπρεπής + -ος
Επίθετο επεξεργασία
μικρόπρεπος, -ής, -ές
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μικροπρεπής
Πηγές επεξεργασία
- μικρόπρεπος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικρόπρεπος
|