Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μικρόκαρδος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μικρόκαρδ
ος
η
μικρόκαρδ
η
το
μικρόκαρδ
ο
γενική
του
μικρόκαρδ
ου
της
μικρόκαρδ
ης
του
μικρόκαρδ
ου
αιτιατική
τον
μικρόκαρδ
ο
τη
μικρόκαρδ
η
το
μικρόκαρδ
ο
κλητική
μικρόκαρδ
ε
μικρόκαρδ
η
μικρόκαρδ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μικρόκαρδ
οι
οι
μικρόκαρδ
ες
τα
μικρόκαρδ
α
γενική
των
μικρόκαρδ
ων
των
μικρόκαρδ
ων
των
μικρόκαρδ
ων
αιτιατική
τους
μικρόκαρδ
ους
τις
μικρόκαρδ
ες
τα
μικρόκαρδ
α
κλητική
μικρόκαρδ
οι
μικρόκαρδ
ες
μικρόκαρδ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μικρόκαρδος
<
μικρός
+
καρδιά
Επίθετο
επεξεργασία
μικρόκαρδος
μικρόψυχος
, δίχως ιδιαίτερη αγάπη ή θετικά συναισθήματα
Αντώνυμα
επεξεργασία
μεγαλόκαρδος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μικρόκαρδος