Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικρόκαρδος η μικρόκαρδη το μικρόκαρδο
      γενική του μικρόκαρδου της μικρόκαρδης του μικρόκαρδου
    αιτιατική τον μικρόκαρδο τη μικρόκαρδη το μικρόκαρδο
     κλητική μικρόκαρδε μικρόκαρδη μικρόκαρδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικρόκαρδοι οι μικρόκαρδες τα μικρόκαρδα
      γενική των μικρόκαρδων των μικρόκαρδων των μικρόκαρδων
    αιτιατική τους μικρόκαρδους τις μικρόκαρδες τα μικρόκαρδα
     κλητική μικρόκαρδοι μικρόκαρδες μικρόκαρδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικρόκαρδος < μικρός + καρδιά

  Επίθετο επεξεργασία

μικρόκαρδος

  • μικρόψυχος, δίχως ιδιαίτερη αγάπη ή θετικά συναισθήματα

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία