μικρόθυμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικρόθυμος < ελληνιστική κοινή μικρόθυμος < αρχαία ελληνική μικρός + θυμός
Επίθετο επεξεργασία
μικρόθυμος, -η, -ο
- (λόγιο) ο μικρόψυχος, ο λιγόψυχος
Συγγενικά επεξεργασία
- μικροθυμία
- → δείτε τις λέξεις μικρός και θυμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικρόθυμος
|