μικρόγλωσσος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικρόγλωσσος < μικρογλωσσία + -ος
Επίθετο επεξεργασία
μικρόγλωσσος, -η, -ο
- που έχει πολύ μικρή γλώσσα, που εμφανίζει μικρογλωσσία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικρόγλωσσος
|
μικρόγλωσσος, -η, -ο
|