μικροτεχνίτρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροτεχνίτρια < μικροτεχνίτης + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροτεχνίτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του μικροτεχνίτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροτεχνίτρια
|