Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μικροπαραγοντικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μικροπαραγοντικ
ός
η
μικροπαραγοντικ
ή
το
μικροπαραγοντικ
ό
γενική
του
μικροπαραγοντικ
ού
της
μικροπαραγοντικ
ής
του
μικροπαραγοντικ
ού
αιτιατική
τον
μικροπαραγοντικ
ό
τη
μικροπαραγοντικ
ή
το
μικροπαραγοντικ
ό
κλητική
μικροπαραγοντικ
έ
μικροπαραγοντικ
ή
μικροπαραγοντικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μικροπαραγοντικ
οί
οι
μικροπαραγοντικ
ές
τα
μικροπαραγοντικ
ά
γενική
των
μικροπαραγοντικ
ών
των
μικροπαραγοντικ
ών
των
μικροπαραγοντικ
ών
αιτιατική
τους
μικροπαραγοντικ
ούς
τις
μικροπαραγοντικ
ές
τα
μικροπαραγοντικ
ά
κλητική
μικροπαραγοντικ
οί
μικροπαραγοντικ
ές
μικροπαραγοντικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
που αφορά εύρεση του μικρότερου
παράγοντα
που επιλύει αλγόριθμο-εξίσωση