μικρογραφημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικρογραφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μικρογραφώ
Μετοχή επεξεργασία
μικρογραφημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μικρογραφώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικρογραφημένος
|
μικρογραφημένος, -η, -ο
|