Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροβένθος < μικρό και βένθος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροβένθος ουδέτερο

  • μια από τις υποδιαιρέσεις του ζωοβένθους και συγκεκριμένα εκείνη στην οποία ανήκουν οι υδρόβιοι οργανισμοί μεγέθους μικρότερου του 0,1 mm (ή με άλλη ταξινόμηση μικρότεροι των 0,045 mm)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία