Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροανάλυση οι μικροαναλύσεις
      γενική της μικροανάλυσης* των μικροαναλύσεων
    αιτιατική τη μικροανάλυση τις μικροαναλύσεις
     κλητική μικροανάλυση μικροαναλύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροαναλύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροανάλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική microanalysis < αρχαία ελληνική μικρός + ἀνάλυσις < ἀναλύω < ἀνά + λύω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροανάλυση θηλυκό

  1. η ανάλυση μικρής κλίμακας
  2. (ειδικότερα, χημεία) η χημική ανάλυση πολύ]] μικρών ποσοτήτων υλικού

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία