μικροανάλυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροανάλυση | οι | μικροαναλύσεις |
γενική | της | μικροανάλυσης* | των | μικροαναλύσεων |
αιτιατική | τη | μικροανάλυση | τις | μικροαναλύσεις |
κλητική | μικροανάλυση | μικροαναλύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροαναλύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροανάλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική microanalysis < αρχαία ελληνική μικρός + ἀνάλυσις < ἀναλύω < ἀνά + λύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροανάλυση θηλυκό
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροανάλυση