Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μηχανορράφος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Δείτε επίσης
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
μηχανορράφ
ος
οι
μηχανορράφ
οι
γενική
του
/
της
μηχανορράφ
ου
των
μηχανορράφ
ων
αιτιατική
τον
/
τη
μηχανορράφ
ο
τους
/
τις
μηχανορράφ
ους
κλητική
μηχανορράφ
ε
μηχανορράφ
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μηχανορράφος
<
αρχαία ελληνική
μηχανορράφος
<
μηχανο-
+
ραφ-
(
ῥάπτω
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μηχανορράφος
αρσενικό ή θηλυκό
αυτός που
μηχανορραφεί
Συνώνυμα
επεξεργασία
δολοπλόκος
ραδιούργος
Συγγενικά
επεξεργασία
μηχανορραφία
μηχανορραφώ
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ρρ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μηχανορράφος
αγγλικά
:
Byzantine
(en)
γαλλικά
:
intrigant
(fr)