μηδενικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.ðe.niˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /mi.ðe.niˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /mi.ðe.niˈko/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
μηδενικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το μηδέν ή ισούται με το μηδέν
- μηδενική ποσότητα: η ποσότητα που ισούται με μηδέν, ή δεν υπάρχει
- μηδενικό διάνυσμα είναι το διάνυσμα του οποίου το μήκος είναι μηδέν
- (μεταφορικά) που δεν είναι σπουδαίος ή είναι εντελώς ανύπαρκτος
- οι προσπάθειές μας έφεραν μηδενικό αποτέλεσμα