μηδεμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μηδεμία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μηδεμία < μηδέ + μία, θηλυκό του μηδείς
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας επεξεργασία
μηδεμία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μηδεμία
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας επεξεργασία
μηδεμία