μετωπικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετωπικός < μέτωπο + -ικός ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική frontal
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.to.piˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /me.to.piˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /me.to.piˈko/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
μετωπικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με το μέτωπο
- που σχετίζεται με το μέτωπο μιας στρατιωτικής παράταξης
- που σχετίζεται με τη συμμαχία ανάμεσα σε οργανώσεις ή ομάδες
- που γίνεται κατά μέτωπο, από μπροστά
- (μετεωρολογία) που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο -συχνά, διαφορετικές- αέριες μάζες και τις χωρίζει
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- μετωπικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μετωπικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.