Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετροφωτογραφία οι μετροφωτογραφίες
      γενική της μετροφωτογραφίας των μετροφωτογραφιών
    αιτιατική τη μετροφωτογραφία τις μετροφωτογραφίες
     κλητική μετροφωτογραφία μετροφωτογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετροφωτογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: απόδοση για την αγγλική photogrammetry. Μορφολογικά αναλύεται σε μετρο- + φωτογραφία Συγκρίνετε με το φωτογραμμετρία, φωτογραμμομετρία. δείτε τη Συζήτηση:μετροφωτογραφία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.tɾo.fo.to.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τρο‐φω‐το‐γρα‐φί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετροφωτογραφία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)