μετοχοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μετοχοποίηση | οι | μετοχοποιήσεις |
γενική | της | μετοχοποίησης* | των | μετοχοποιήσεων |
αιτιατική | τη | μετοχοποίηση | τις | μετοχοποιήσεις |
κλητική | μετοχοποίηση | μετοχοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετοχοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.to.xoˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐το‐χο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
μετοχοποίηση θηλυκό
- (οικονομία) η διαίρεση σε μετοχές του κεφαλαίου μιας επιχείρησης ή εταιρείας (και η εισαγωγή της στο χρηματιστήριο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετοχοποίηση
|