μετουσιωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετουσιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μετουσιώνω
Μετοχή επεξεργασία
μετουσιωμένος, -η, -ο
- που έχει μετουσιωθεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετουσιωμένος
|