Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μετεωροφενᾰκ-
ονομαστική μετεωροφέναξ οἱ μετεωροφένακες
      γενική τοῦ μετεωροφένακος τῶν μετεωροφενάκων
      δοτική τῷ μετεωροφένακ τοῖς μετεωροφέναξ(ν)
    αιτιατική τὸν μετεωροφένακ τοὺς μετεωροφένακᾰς
     κλητική ! μετεωροφέναξ μετεωροφένακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μετεωροφένακε
γεν-δοτ τοῖν  μετεωροφενάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετεωροφέναξ < μετεωρο- + φέναξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετεωροφέναξ αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία