μετεωρογραφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετεωρογραφικός < μετεωρογράφος + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
μετεωρογραφικός, -ή, -ό,
- (μετεωρολογία): ο σχετικός με μετεωρογράφο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετεωρογραφικός
|
μετεωρογραφικός, -ή, -ό,
|