Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θηλυκό - (πληροφορική), (μαθηματικά)

  • υπολογιστική μέθοδος ταχείας επίλυσης-εύρεσης

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο - (πληροφορική), (μαθηματικά)

  • που έχει σχέση με υπολογιστική μέθοδο ταχείας επίλυσης-εύρεσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία