Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετεπιβιβάζω < μετ- + επιβιβάζω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reembark)

  Ρήμα επεξεργασία

μετεπιβιβάζω (παθητική φωνή: μετεπιβιβάζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία