Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταφραστέος η μεταφραστέα το μεταφραστέο
      γενική του μεταφραστέου της μεταφραστέας του μεταφραστέου
    αιτιατική τον μεταφραστέο τη μεταφραστέα το μεταφραστέο
     κλητική μεταφραστέε μεταφραστέα μεταφραστέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταφραστέοι οι μεταφραστέες τα μεταφραστέα
      γενική των μεταφραστέων των μεταφραστέων των μεταφραστέων
    αιτιατική τους μεταφραστέους τις μεταφραστέες τα μεταφραστέα
     κλητική μεταφραστέοι μεταφραστέες μεταφραστέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταφραστέος < μεταφράζω

  Επίθετο επεξεργασία

μεταφραστέος -α -ο

  • που πρέπει ή πρόκειται να μεταφραστεί

Συγγενικά επεξεργασία