Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταφράσας
μεταφράσαντας
η μεταφράσασα το μεταφράσαν
      γενική του μεταφράσαντος
μεταφράσαντα
της μεταφράσασας
μεταφρασάσης*
του μεταφράσαντος
    αιτιατική τον μεταφράσαντα τη μεταφράσασα το μεταφράσαν
     κλητική μεταφράσας
μεταφράσαντα
μεταφράσασα μεταφράσαν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταφράσαντες οι μεταφράσασες τα μεταφράσαντα
      γενική των μεταφρασάντων των μεταφρασασών των μεταφρασάντων
    αιτιατική τους μεταφράσαντες τις μεταφράσασες τα μεταφράσαντα
     κλητική μεταφράσαντες μεταφράσασες μεταφράσαντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «λήξας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταφράσας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεταφράσας, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος μεταφράζω

  Μετοχή επεξεργασία

μεταφράσας, -ασα, -αν

  Μεταφράσεις επεξεργασία