μετασχηματιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετασχηματιστής < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική transformateur < transformer, (μετασχηματίζω), μετασχηματισ- + -τής[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
μετασχηματιστής αρσενικό
- (ηλεκτρολογία) ηλεκτρική συσκευή αποτελούμενη από επαγωγικά συζευγμένους αγωγούς που μεταφέρει ενέργεια μεταξύ δύο κυκλωμάτων και χρησιμοποιείται κυρίως για την μεταβολή της τάσης εναλλασσόμενου ρεύματος.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετασχηματιστής
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μετασχηματιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας